άρτημα

άρτημα
τό
1) подвеска, подвешенное украшение; 2) подвеска, серьга; § τα αρτήματα линь спасательного круга

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "άρτημα" в других словарях:

  • άρτημα — ἄρτημα, το (Α) [αρτώ] 1. το κρεμαστό στολίδι, το σκουλαρίκι 2. το σχοινί για ανάρτηση 3. η σημαδούρα 4. στον πληθ. οι σύνδεσμοι που συνδέουν κυρίως τα μέρη μιας άρθρωσης …   Dictionary of Greek

  • ἄρτημα — hanging ornament neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτημάτων — ἄρτημα hanging ornament neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτήμασι — ἄρτημα hanging ornament neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτήμασιν — ἄρτημα hanging ornament neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτήματα — ἄρτημα hanging ornament neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτήματι — ἄρτημα hanging ornament neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτήματος — ἄρτημα hanging ornament neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ортьма — покрывало , только др. русск. ортьма, СПИ. Из тюрк. örtmä – то же от örtmäk покрывать ; см. Мелиоранский, ИОРЯС 7, 2, 294. Ошибочно произведение из греч. ἄρτημα ушной подвесок , вопреки Маценауэру (LF 12, 166 и сл.); см. Фасмер, Гр. сл. эт. 137,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»